- ναρκωμένος
- η , ο[ν]1) находящийся в летаргическом состоянии; 2) усыплённый, подвергнутый наркозу; 3) анестезированный; 4) оцепенелый, оцепеневший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
υποκαρώδης — ῶδες, Α ο κάπως ναρκωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + καρώδης «ναρκωμένος»] … Dictionary of Greek
έννωθρος — ἔννωθρος, ον (Α) [νωθρός] αυτός που κατέχεται από νωθρότητα, από νάρκη, ναρκωμένος … Dictionary of Greek
αποναρκώνω — (Μ ἀποναρκῶ, όω, Α ἀποναρκοῡμαι, όομαι) νεοελλ. ναρκώνω κάποιον αρχ. μσν. είμαι εντελώς ναρκωμένος ή μουδιασμένος … Dictionary of Greek
αυσταλέος — αὐσταλέος και ἀϋσταλέος, α, ον (Α) 1. ξερός, στεγνός, ηλιοκαμένος 2. διψασμένος, διψαλέος 3. ναρκωμένος, ξερός από φόβο 4. ξεραμένος, μαραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) αυστ (πιθ. του ρηματικού επιθ. *αυστός του αὔω ή αὕω «ξεραίνω, στεγνώνω») +… … Dictionary of Greek
καρώδης — καρώδης, ες (Α) 1. βυθισμένος σε (απο)κάρωση, ναρκωμένος, αποκαρωμένος, νυσταλέος, βαρύς 2. αυτός που προκαλεί κάρωση, ληθαργικός, ναρκωτικός, αποχαυνωτικός, κωματώδης 3. αυτός που υπόκειται σε κάρωση 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ καρῶδες α) η κάρωση β)… … Dictionary of Greek
κατάξηρος — και κατάξερος, η, ο (AM κατάξηρος, ον) εντελώς ξηρός νεοελλ. μτφ. μόνος, χωρίς συγγενείς και φίλους, ολομόναχος («τώρα που έφυγαν τα παιδιά του έμεινε κατάξερος μέσα στο έρημο σπίτι») αρχ. 1. ναρκωμένος, αναίσθητος, χωρίς σφρίγος («νυνὶ δὲ ἡ ψυχἠ … Dictionary of Greek
μαλκίω — (Α) 1. κοκαλώνω από το ψύχος, παγώνω («αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.) 2. παραλύω, όπως ο ναρκωμένος από το ψύχος («ταῡτα τοίνυν πάσχοντες ἅπαντες, μέλλομεν καὶ μαλκίομεν καὶ πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν, ἀπιστοῡντες… … Dictionary of Greek
μεθύω — (ΑM μεθύω, Μ και μεθυῶ) [μέθυ] είμαι μεθυσμένος, βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης μσν. κάνω κάποιον να μεθύσει αρχ. 1. είμαι ποτισμένος με κάτι («μεθύων ἐλαίῳ λύχνος», Βάβρ.) 2. κατέχομαι από κάποιο πάθος («μεθύετε τῷ μεγέθει τῆς ἐξουσίας», Δίον.… … Dictionary of Greek
ναρκώδης — ναρκώδης, ῶδες (Α) [νάρκη] 1. ναρκωμένος, αναίσθητος, μουδιασμένος 2. αυτός που προξενεί νάρκωση («τὸ ναρκῶδες νεῡρον», Ιπποκρ.). επίρρ... ναρκωδέως (Α) ιων. τ. με νάρκωση … Dictionary of Greek
ναρκώνομαι — ναρκώνομαι, ναρκώθηκα, ναρκωμένος βλ. πίν. 4 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ναρκώνω — νάρκωσα, ναρκώθηκα, ναρκωμένος 1. μτβ., προκαλώ νάρκη, αναισθησία, μουδιάζω, μαργώνω: Τοννάρκωσαν πριν από την εγχείρηση. 2. προκαλώ τάση για ύπνο, λήθαργο, βύθισμα: Με νάρκωσε τούτη η ζέστη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)